θῶπτε

θῶπτε
θώπτω
pres imperat act 2nd sg
θώπτω
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θώπτω — (Α) [θωψ] 1. θωπεύω, κολακεύω, περιποιούμαι («θῶπτε τὸν κρατοῡντ ἀεί», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «θώπτει σκώπτει, θεραπεύει» …   Dictionary of Greek

  • προσεύχομαι — ΝΜΑ [εὔχομαι] κάνω προσευχή, απευθύνομαι νοερά, με λόγια ή με άσμα προς τον θεό, τους θεούς ή γενικά τις υπερφυσικές δυνάμεις, εκφράζω προς τον θεό ή τους θεούς ή προς τις υπερφυσικές δυνάμεις παράκληση, ευχαριστία ή δοξολογία (α. «προσεύχεται… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”